αποφυλακίζω

αποφυλακίζω
βγάζω από τη φυλακή, αφήνω ελεύθερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + φυλακίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σπ. Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποφυλακίζω — αποφυλακίζω, αποφυλάκισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποφυλακίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, αφήνω ελεύθερο κατάδικο ή υπόδικο: Αποφυλακίστηκε με βούλευμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απελευθερώνω — (AM ἀπελευθερῶ, όω) αποδίδω την ελευθερία σε δούλο νεοελλ. 1. αποδίδω την ελευθερία σε σκλαβωμένους λαούς, ξεσκλαβώνω 2. απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά, τον αποφυλακίζω 3. μτφ. απαλλάσσω κάποιον από κάτι, απολυτρώνω …   Dictionary of Greek

  • αποβγάνω — κ. βγάλλω (Μ ἀποβγάνω κ. βγάλλω) 1. διώχνω, απομακρύνω 2. συνοδεύω, ξεπροβοδίζω 3. (για χρέος) ξεπληρώνω, εξοφλώ 4. βγάζω τελείως 5. βγάζω κάποιον απ τη μέση, δολοφονώ 6. τιμωρώ μσν. 1. (για κόρη) παντρεύω 2. ελευθερώνω, αποφυλακίζω 3. τιμωρώ …   Dictionary of Greek

  • απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερώνω — και λευθερώνω και λευτερώνω (ΑΜ ἐλευθερῶ, όω Μ και ἐλευθερώνω) 1. απελευθερώνω από ξενικό ζυγό, από εχθρική κατοχή («ελευθέρωσε τα νησιά», «ἴτε παῑδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῡτε πατρίδα», «ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν») 2. απελευθερώνω δούλο, χαρίζω σε δούλο… …   Dictionary of Greek

  • εξοφλώ — και ξοφλώ, άω και έω (Μ ἐξοφλῶ, έω) 1. πληρώνω χρέος, αποδίδω ποσό που οφείλω σε κάποιον («εξοφλώ τα χρέη μου», «να εξοφλήσετε τον λογαριασμό») 2. ανταποδίδω υπηρεσία, εξυπηρέτηση κ.λπ. 3. αποφυλακίζω, απελευθερώνω νεοελλ. 1. διακόπτω τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”